Ο Γιάννης Στέφος για το Σχέδιο Νόμου για την Παιδεία
Τοποθέτηση ως ειδικός αγορητής στην Βουλής των Ελλήνων για το Σ/Ν “Επείγοντα μέτρα για την Πρωτοβάθμια, Δευτεροβάθμια και Τριτοβάθμια Εκπαίδευση” έκανε ο βουλευτής Ιωαννίνων ΣΥΡΙΖΑ Γιάννης Στέφος. Στην τοποθέτησή του ανέφερε τα εξής : “Το υπάρχον σύστημα επιλογής διευθυντών σχολικών μονάδων, με έντονα τα πελατειακά χαρακτηριστικά, ούτε αξιοκρατικό υπήρξε ποτέ, ούτε βοήθησε στο να καλλιεργηθεί κλίμα συνεργασίας στα σχολεία. Τα τελευταία 20 χρόνια θεσμοθετήθηκαν κριτήρια επιλογής στελεχών εκπαίδευσης σύμφωνα με τη γραφειοκρατική αντίληψη και την αφ’ υψηλού και εξ αποστάσεως άσκηση εξουσίας που ήθελε τον διευθυντή διεκπεραιωτή και εφαρμοστή της εκάστοτε πολιτικής για την εκπαίδευση.
Τα κριτήρια αυτά είναι:
α. Επιστημονική – παιδαγωγική συγκρότηση
β. Υπηρεσιακή κατάσταση
γ. Προσωπικότητα − γενική συγκρότηση. Αξιολογούνταν, κατόπιν προσωπικής συνέντευξης των υποψηφίων ενώπιον ενός διορισμένου συμβουλίου επιλογής.
Ενώ η μοριοδότηση για την επιστημονική και διοικητική επάρκεια των στελεχών της εκπαίδευσης, που ποίκιλε κάθε φορά, γινόταν αποδεκτή από την εκπαιδευτική κοινότητα, η συνέντευξη που θεωρήθηκε από το νομοθέτη ο καλύτερος τρόπος, για να διαπιστωθεί η συγκρότηση της προσωπικότητας του υποψηφίου και να συνεκτιμηθούν κάποια προσόντα του που δεν μοριοδοτούνται, είναι και το κριτήριο επιλογής που αμφισβητήθηκε και σχολιάστηκε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο αφού καταγράφηκε ως μνημείο κομματικής αυθαιρεσίας στην συνείδηση της εκπαιδευτικής κοινότητας.
Τα στελέχη εκπαίδευσης που αναλαμβάνουν θέσεις ευθύνης έχουν ως κύρια αποστολή να συντονίζουν και να διευκολύνουν το εκπαιδευτικό και διοικητικό έργο που εκτελείται στις σχολικές μονάδες. Με τον Ν. 1566 τα όργανα διοίκησης μιας εκπαιδευτικής μονάδας δεν είναι μόνο οι διευθυντές αλλά είναι ακόμη ο σύλλογος διδασκόντων και ο υποδιευθυντής. Σε τέτοιες θέσεις πρέπει να τοποθετούνται εκπαιδευτικοί, οι οποίοι πέρα των τυπικών τους προσόντων, προϋποθέτει να έχουν σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις, δημοκρατική και αμερόληπτη συμπεριφορά προς τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και να διαθέτουν δεξιότητες διοίκησης, συντονισμού και επικοινωνίας. Πώς είναι δυνατόν να διαπιστωθούν τα παραπάνω στη διάρκεια μιας ολιγόλεπτης συνέντευξης? Μιας συνέντευξης που στο παρελθόν πραγματοποιούνταν από διορισμένα στην πλειοψηφία τους μέλη στα υπηρεσιακά συμβούλια. Μιας συνέντευξης η οποία στο παρελθόν χρησιμοποιήθηκε προκλητικά κατά κόρον για την επιλογή κομματικών υμετέρων τόσο από την ΝΔ όσο και από το ΠΑΣΟΚ. Σας παραθέτω 2 παραδείγματα:
- Το 2007 με την κυβέρνηση της ΝΔ οι συνεντεύξεις διενεργήθηκαν αφού εκκλήθηκαν οι υποψήφιοι διευθυντές να δηλώσουν σχολεία. Δεν φτάνει που τοποθετούσαν διευθυντές όποιους ήθελαν, τους πήγαιναν και στα σχολεία που επιθυμούσαν, διότι μπορούσαν να ελέγξουν μετά την μοριοδότηση του κάθε διευθυντή.
- Το 2011 το ΠΑΣΟΚ “βελτίωσε” τον νόμο και έκανε τράπεζα ερωτήσεων. 5 μέρες πριν τις συνεντεύξεις οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις κυκλοφορούσαν στις τσέπες όλων. Το αποτέλεσμα ήταν προσφυγές στα δικαστήρια.
Το γεγονός πως τα στελέχη εκπαίδευσης τοποθετούνταν μέσω μιας ελεγχόμενης διαδικασίας, που δεν πείθει για τον αξιοκρατικό της τρόπο και έχει απαξιωθεί και απορριφθεί από την συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών της τάξης, οδήγησε την ηγεσία του Υπουργείου να προτείνει την συμμετοχή του συλλόγου διδασκόντων κάθε σχολικής μονάδας με ποσοστό 33% περίπου στην επιλογή του διευθυντή. Στο Ελσίνκι οι διευθυντές σχολείων επιλέγονται σε όλα τα σχολεία με ανοιχτές διαδικασίες όπου ψηφίζουν οι εκπαιδευτικοί τους διευθυντές. Το ίδιο συμβαίνει επίσης σε Αγγλία και Αμερική. Το 1977, οι καθηγητές της Θεσσαλονίκης ζήτησαν να συμμετέχουν στην επιλογή της διεύθυνσής τους.
Τι θα ήταν πιο εύκολο για την κυβέρνηση? Να διατηρήσει το ισχύον σύστημα επιλογής ή να συγκρουστεί με κατεστημένες αντιλήψεις? Το πρώτο φυσικά: να διορίσει με την ισχύουσα νομοθεσία τα μέλη στα υπηρεσιακά συμβούλια όπως έκανε η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, να επιλέξει κυρίως δικά της παιδιά εκπαίδευσης όπως έκαναν και τα δύο αυτά κόμματα όταν βρισκόταν στην εξουσία. Δεν το κάνουμε όμως γιατί πιστεύουμε βαθιά ότι ο θεσμός επιλογής διευθυντών εκπαίδευσης πρέπει να αλλάξει. Καταργούμε την συνέντευξη και βάζουμε στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας το σύλλογο των διδασκόντων. Το κάνουμε γιατί εμείς τιμούμε τους εκπαιδευτικούς της τάξης, τους σεβόμαστε, τους θέλουμε συμμέτοχους σε μια διαδικασία αλλαγής του ελληνικού σχολείου. Εμπιστευόμαστε στους εκπαιδευτικούς τα παιδιά μας για 12 χρόνια αλλά δεν τους εμπιστευόμαστε να επιλέξουν τους διευθυντές με μια δημοκρατική διαδικασία η οποία αντικαθιστά μια άθλια συνέντευξη, για την οποία σήμερα δεν προτάθηκε τίποτα. Το σύστημα αυτό δεν είναι η πρώτη φορά που δοκιμάζεται στα σχολεία. Εδώ και 3 χρόνια οι υποδιευθυντές των σχολείων εκλέγονται ακριβώς με αυτόν τον τρόπο. Δεν υπάρχει ούτε ένα σχολείο στην Ελλάδα που να δημιουργήθηκε πρόβλημα με αυτόν τον τρόπο. Όπως θα δοκιμαστεί το σύστημα μεταβατικά τα 2 επόμενα χρόνια δεν θα υπάρξει κανένα απολύτως πρόβλημα γιατί είναι ικανότατοι αυτοί οι άνθρωποι να διαχειριστούν το κομμάτι που αφορά σε μια διαφορετική λειτουργία στο σχολείο.
Ευχαριστώ”