Μία ελβετική έκθεση που καταρρίπτει τρεις ελληνικούς μύθους
Μία μελέτη καταρρίπτει τρεις «μύθους». Πρώτον, ότι οι Ελληνες ήταν οι πιο πλούσιοι Ευρωπαίοι. Δεύτερον, ότι η περιουσία των Ελλήνων μειώθηκε πέρυσι εν μέσω ενός τετραετούς σκληρού προγράμματος λιτότητας. Τρίτον, η μείωση του τραπεζικού δανεισμού έκανε τελικά τους Ελληνες φτωχότερους.
Η μελέτη αυτή έρχεται από τον ελβετικό τραπεζικό κολοσσό Credit Suisse, ο οποίος βρήκε την ευκαιρία με το κλείσιμο του 2013 να επικαιροποιήσει τα στοιχεία για την περιουσία των λαών της Ευρώπης και να τα συγκρίνει με εκείνα της ΕΚΤ.
Τα συμπεράσματα είναι αποκαλυπτικά: Η περιουσία των Ελλήνων αυξήθηκε το 2013 κατά 10%, σε σχέση με το 2012, αλλά παραμένει από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη. Για τους υπολογισμούς, η Credit Suisse χρησιμοποίησε στοιχεία για το διαθέσιμο εισόδημα, τις καταθέσεις και άλλες επενδύσεις, την αξία των ακινήτων (η οποία μειώθηκε πέρυσι κατά 11%), όπως επίσης και τις υποχρεώσεις των νοικοκυριών.
Λιγότερες υποχρεώσεις
Από την ανάλυση προκύπτει ότι μεγάλο μέρος της αύξησης της περιουσίας των Ελλήνων το 2013 ήταν αποτέλεσμα της λεγόμενης «απομόχλευσης», δηλαδή της μείωσης του ιδιωτικού χρέους. Σημειώνεται ότι τα ελληνικά νοικοκυριά μείωσαν το σύνολο των τραπεζικών τους υποχρεώσεων (δάνεια, κάρτες) κατά 18 δισ. ευρώ από το 2009 έως το 2013. Συνολικά, τα δάνεια του ιδιωτικού τομέα (μαζί με τα επιχειρηματικά) μειώθηκαν κατά 67 δισ. ευρώ.
Οι αναλυτές της ελβετικής τράπεζας λαμβάνουν υπ’ όψιν και την αύξηση του δημόσιου χρέους. Οι αναλυτές συνδέουν την έννοια του ιδιωτικού και του δημόσιου χρέους μιας χώρας προκειμένου να υπολογίσουν τον πλούτο, καθώς, όπως επισημαίνουν, το χρέος ξεπληρώνεται τελικά από τους ίδιους τους φορολογούμενους. Αυτό επηρεάζει το διαθέσιμο εισόδημα, αλλά και τους ρυθμούς ανάπτυξης, την απασχόληση κ.λπ.
Μέσα από αυτό το περίπλοκο μοντέλο που λαμβάνει υπ’ όψιν εισοδήματα, επενδύσεις και χρέη, υπολογίστηκε ότι ο κατά κεφαλήν πλούτος το 2013 ήταν 82.587 ευρώ, έναντι 69.283 ευρώ που το είχε υπολογίσει η ΕΚΤ λαμβάνοντας στοιχεία του 2009. Αυτό δεν σημαίνει ότι η περιουσία των Ελλήνων αυξήθηκε από το 2009 μέχρι το 2013 κατά περίπου 12.000 ευρώ. Τα δύο μεγέθη της ΕΚΤ και της Credit Suisse δεν είναι συγκρίσιμα, καθώς έχουν προκύψει από διαφορετικές μεθοδολογίες. Οι κυριότερες διαφορές είναι εξής:
– Πρώτον, η ΕΚΤ έχει υποεκτιμήσει τις διαθέσιμες αποταμιεύσεις και κάθε είδους επενδύσεις των Ελλήνων εντός και εκτός συνόρων, σε απλά καταθετικά ή πιο περίπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα. Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ έχει εντοπίσει μόνο το 16% των αποταμιεύσεων-επενδύσεων των Ελλήνων, σε σχέση με το μέγεθος που έχει λάβει υπ’ όψιν της η Credit Suisse. Ισως η ΕΚΤ να μην είχε υπολογίσει καταθέσεις Ελλήνων περίπου 6 δισ. ευρώ που βρίσκονται σε ελβετικές τράπεζες.
– Δεύτερον, η ΕΚΤ έχει υπερεκτιμήσει την αξία άλλων περιουσιακών στοιχείων, όπως είναι τα ακίνητα.
– Τρίτον, η ΕΚΤ έχει υποτιμήσει τα πραγματικά χρέη των ελληνικών νοικοκυριών, αναγνωρίζοντας ένα ποσό που αντιστοιχεί σχεδόν στο 1/3 αυτού που λαμβάνει υπ’ όψιν η Credit Suisse.
Οποιο, πάντως, και αν είναι το ακριβές μέγεθος του πλούτου των Ελλήνων, αυτό συγκριτικά με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες είναι σχεδόν το μισό. Πάντως, με το ποσό των 82.587 ευρώ οι Ελληνες πέρασαν στην υψηλότερη βαθμίδα παγκοσμίως, δηλαδή στην ομάδα των «πλουσίων» όπου ανήκουν όσοι έχουν περιουσία άνω των 100.000 δολαρίων ΗΠΑ. Σημειώνεται ότι μέχρι και το 2012 οι Ελληνες είχαν πέσει στην αμέσως χαμηλότερη βαθμίδα, λόγω της κρίσης και του προγράμματος λιτότητας. Με την ίδια μεθοδολογία, ο μέσος πλούτος στο Βέλγιο είναι 193.297 ευρώ, στην Αυστρία 137.095 ευρώ, στη Γαλλία 212.984 ευρώ και ο μέσος όρος της Ευρωζώνης στα 148.542 ευρώ. Οι Γερμανοί βρίσκονται κάτω από τον μέσο όρο στα 138.235 ευρώ.
Οι Ελληνες είναι πιο πλούσιοι μόνο σε σχέση με τους Σλοβένους (51.386 ευρώ), τους Σλοβάκους (16.413 ευρώ), τους Πορτογάλους (67.822 ευρώ) και τους Μαλτέζους (51.030 ευρώ).
Η ΕΚΤ στους υπολογισμούς της είχε υπερεκτιμήσει την περιουσία των Κυπρίων κατά 332% (στα 322.455 ευρώ από 97.005 ευρώ που υπολόγισε τελικά η Credit Suisse). Αντίστοιχη υπερεκτίμηση του πλούτου συνέβη στη Μάλτα και τη Σλοβακία, ενώ σημαντικά υποεκτιμήθηκε η περιουσία των νοικοκυριών σε Γερμανία και Γαλλία. Ο πλούτος των Ελλήνων θα ήταν πολύ υψηλότερος εάν δεν είχαν μειωθεί περίπου κατά 30% οι αξίες των ακινήτων κατά τη διάρκεια της κρίσης και, κυρίως, εάν η αγορά ακινήτων παρουσίαζε συναλλακτική δραστηριότητα.
Υψηλότερος του ΑΕΠ ο συσσωρευμένος πλούτος
Μέσα από τον πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών μπορούμε να προσεγγίσουμε την περιουσία των λεγόμενων μη κερδοσκοπικών οργανισμών, όπως είναι η Εκκλησία, τα νοσοκομεία, τα πανεπιστήμια κ.λπ. Και αυτό, διότι τα στοιχεία αυτά, όπως και των μικρών επιχειρήσεων (ή ελευθέρων επαγγελματιών), λαμβάνονται υπ’ όψιν μαζί με εκείνα των νοικοκυριών. Στατιστικά, σημειώνουν οι αναλυτές της Credit Suisse, η περιουσία των μη κερδοσκοπικών οργανισμών αντιπροσωπεύει το 5-10% των νοικοκυριών.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εάν ο συνολικός πλούτος των Ελλήνων το 2013 ήταν περίπου 300 δισ. ευρώ, τότε η περιουσία της Εκκλησίας, των πανεπιστημίων, των νοσοκομείων κ.λπ. υπολογίζεται μεταξύ 15 και 30 δισ. ευρώ. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται κινητές και ακίνητες αξίες.
Σημειώνεται ότι το ποσό των 300 δισ. ευρώ είναι υψηλότερο κατά 120 δισ. ευρώ, περίπου, σε σχέση με το ΑΕΠ της Ελλάδος. Με άλλα λόγια, ο συσσωρευμένος πλούτος των κατοίκων της είναι υψηλότερος από τον τζίρο της οικονομίας ενός έτους.